- μοτοσυκλέτα
- και μοτοσικλέτα ητεχνολ. δίτροχο ή, σπανιότερα, τρίτροχο επιβατικό μηχανοκίνητο όχημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. motocyclette < γαλλ. moto- (< moteur «κινητήρας») + cyclette (< bicyclette «ποδήλατο»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ντέμλερ, Γκότλιμπ — (Gottlieb Daimler, Σόρντορφ, Βίρτεμπεργκ 1834 – Μπαντ Κάνστατ, Στουτγκάρδη 1900). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Διπλωματούχος του πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης, εξασκήθηκε πρακτικά στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου διηύθυνε τη… … Dictionary of Greek
αμαξάκι — το 1. μικρή άμαξα, μικρό αμάξι 2. χειροκίνητο αμάξι, επάνω στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, καρότσι, καροτσάκι 3. παιδικό παιχνίδι, ομοίωμα άμαξας 4. το κάθισμα που είναι προσαρτημένο δίπλα σε μοτοσυκλέτα (διεθνής ονομασία σάιντ καρ) … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μοτοκρός — το (αθλητ.) τύπος αγώνα με μοτοσυκλέτες, κατά τον οποίο οι αναβάτες μοτοσυκλετιστές εκτελούν διαδρομή σημειωμένη σε ανοιχτό έδαφος και έξω από τους υπάρχοντες δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. motocross < moto (<… … Dictionary of Greek
μοτοσυκλετιστής — και μοτοσικλετιστής, ο, θηλ. ίστρια οδηγός μοσοσυκλέτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. motocycliste < γαλλ. motocyclette (πρβλ. μοτοσυκλέτα)] … Dictionary of Greek
πεντακοσάρα — η 1. φιάλη νερού, κρασιού ή λαδιού χωρητικότητας πεντακοσίων δραμιών, πεντακοσάρι 2. (ιδιωμ.) μοτοσυκλέτα με κινητήρα 500 κυβικών εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσ ια + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα)] … Dictionary of Greek
χιλιάρα — η, Ν 1. (παλαιότερα) φιάλη που χωρούσε χίλια δράμια 2. μοτοσυκλέτα χιλίων κυβικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα, πεντ άρα)] … Dictionary of Greek
όχημα — το (Α ὄχημα) [οχώ] ειδική κατασκευή με τροχούς η οποία μπορεί να κινείται στην ξηρά με τη μυϊκή δύναμη ζώου ή ζώων και να μεταφέρει ανθρώπους ή φορτία (α. «όχημα αποσκευών» β. «εἵπετο... ὀχήματα και θεράποντες καὶ ἡ πᾱσα πολλὴ παρασκευή», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
δίκυκλος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., δίκυκλο το ποδήλατο και η μοτοσυκλέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)